- παρατυγχάνοντες
- παρατυγχάνωhappen to be nearpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεντυγχάνω — Α [εντυγχάνω] 1. συναντώ κατά τύχη 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. πληθ. ως διόρθ. τού παρατυγχάνοντες κατά Επιφάν.) οἱ παρεντυγχάνοντες οι αναγνώστες … Dictionary of Greek